ηλεκτρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον ηλεκτρισμό: Ηλεκτρικό ρεύμα. – Ηλεκτρική εγκατάσταση. – Ηλεκτρική εκκένωση. 2. αυτός που λειτουργεί με ηλεκτρισμό: Ηλεκτρικός σιδηρόδρομος. – Ηλεκτρική καρέκλα. – Ηλεκτρική σκούπα. 3. το αρσ. ως ουσ., ηλεκτρικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλεκτρισμό («ηλεκτρικός αγωγός») 2. αυτός που προκαλείται ή παράγεται από το ηλεκτρικό ρεύμα, από τον ηλεκτρισμό («ηλεκτρικό φως») 3. αυτός που παράγει ηλεκτρισμό («ηλεκτρική μηχανή») 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός άνεμος — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν ένας αγωγός –που καταλήγει σε ακίδα– είναι φορτισμένος με ηλεκτρισμό, ως συνέπεια της πυκνότητας του φορτίου που είναι αντιστρόφως ανάλογη της ακτίνας καμπυλότητας του αγωγού. Στην άκρη του αγωγού η πυκνότητα του… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… … Dictionary of Greek
πυκνωτής ηλεκτρικός — Ηλεκτρική συσκευή που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη υψηλής ηλεκτρικής χωρητικότητας. Αποτελείται από δύο αγωγούς υπό μορφή είτε λεπτών πλακών με διάφορα σχήματα είτε δύο ομοαξονικών κυλίνδρων ή δύο αγώγιμων φύλλων, τα οποία είναι τοποθετημένα το… … Dictionary of Greek
αλεξικέραυνο — Ηλεκτρικός αγωγός, προορισμός του οποίου είναι η προστασία από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδων. Το πρώτο α. κατασκεύασε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το 1765. Η κατασκευή του περιλάμβανε ένα σιδερένιο ραβδί, μήκους 5… … Dictionary of Greek
ηλεκτροκινητήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε μηχανική. Βλ. λ. κινητήρας. * * * ή ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτρική μηχανή που παραλαμβάνει ηλεκτρική ενέργεια και αποδίδει μηχανικό έργο, κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν.… … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
μετρό — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek
Attiko Metro — Historische Endstation der Linie 1, Piräus Die Metro Athen (griech. Attiko Metro, Αττικό Μετρό und Ilektrikós, ηλεκτρικός für die Linie 1) existiert teilweise seit 1869, jedoch kann erst seit der Elektrifizierung 1904 von einer U Bahn gesprochen… … Deutsch Wikipedia